- σάλιος
- -ία, -ο, Ν [Σάλιοι (ΙΙ)]σαλικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλικός — ή, ό, Ν [Σάλιοι (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαλίους Φράγκους, ομάδα φύλων τής Κάτω Γερμανίας (α. «σαλικός νόμος» ποινικός και δικονομικός κώδικας τών Σαλίων Φράγκων, ο σπουδαιότερος από όλους τους τευτονικούς κώδικες νόμων, που… … Dictionary of Greek